- ἑτεράριθμον
- ἑτεράριθμοςof different numbermasc/fem acc sgἑτεράριθμοςof different numberneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετεράριθμος — ἑτεράριθμος, ον (Α) 1. αυτός που είναι διαφορετικού αριθμού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτεράριθμον η μεταβολή αριθμού, η αλλαγή από τον ενικό αριθμό στον πληθυντικό, ως σχήμα λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + αριθμός] … Dictionary of Greek